- θεοφανειῶν
- θεοφάνειαvision of Godfem gen pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πρόλογος — ο, ΝΑ [προλέγω] 1. προεισαγωγικό μέρος βιβλίου ή λόγου, προοίμιο 2. το πριν από το πρώτο χορικό άσμα μέρος τού δράματος 3. (από τον Ευρ. και μετά) μονόλογος που περιέχει διήγηση σχετικών με την υπόθεση τού δράματος γεγονότων, ο οποίος χρησιμεύει… … Dictionary of Greek
богоявлениѥ — БОГО˫АВЛЕНИ|Ѥ (46), ˫А с. Явление бога: и паче всѣхъ б҃о˫авлени˫а съподобис˫а [Моисей] (ϑεοφανείας) ЖФСт XII, 81; аще хощеть кто ˫авленѣиша˫а просвѣтитисѩ. б҃о˫авлении. прѣкрасьнами лоучѩми. УСт XII/XIII, 28 об.; нъ въ праздьникы ст҃хъ… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
άγιαση — και αγίαση, η [αγιάζω] 1. ο αγιασμός* 2. το αγιασμένο νερό, το αγίασμα* 3. η εορτή των Θεοφανείων … Dictionary of Greek
αγιασμός — Σύμφωνα με τη λειτουργική της Ορθόδοξης Εκκλησίας α. λέγεται η ευλογία των νερών με ευχές και σταυρικές επισφραγίσεις και ο εξαγνισμός, στη συνέχεια, του πιστού με ραντισμό. 1. Μέγας α. Τελείται την παραμονή και ανήμερα των Θεοφανείων για να… … Dictionary of Greek
βάφτιση — η (AM βάπτισις) το μυστήριο του βαπτίσματος νεοελλ. 1. η χάρη του Αγίου Πνεύματος που δίνεται με το βάφτισμα 2. το νερό της κολυμπήθρας 3. το μύρο που χρησιμοποιείται για το Χρίσμα 4. το γλέντι που ακολουθεί μετά τη βάφτιση, τα βαφτίσια 5. η… … Dictionary of Greek
δωδεκαήμερος — η, ο (AM δωδεκαήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί δώδεκα ημέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το δωδεκαήμερο(ν) διάστημα δώδεκα ημερών, ειδικά το χρονικό διάστημα μεταξύ Χριστουγέννων και Θεοφανείων … Dictionary of Greek
κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… … Dictionary of Greek
καλήμερα — τα τα ευχετικά άσματα που ψάλλουν τα παιδιά γυρνώντας τα σπίτια, κατά την παραμονή τών Θεοφανείων, τών Χριστουγέννων και τού Αγίου Βασιλείου, τα κάλαντα. [ΕΤΥΜΟΛ. «Σύνθ. εκ συναρπαγής» από τη φρ. καλήν ημέραν, με την οποία αρχίζουν τα κάλαντα] … Dictionary of Greek
νηστεία — Η εθελοντική ή υποχρεωτική αποχή από την τροφή γενικά ή από ορισμένες τροφές. Ο όρος χρησιμοποιείται από πολλούς λαούς για να δηλώσει κυρίως την εθελοντική αποχή από ορισμένες τροφές (ιδιαίτερα λιπαρές) για θρησκευτικούς λόγους. Η ν. ως… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek